καλαμιώνας

καλαμιώνας
ο место, заросшее камышом, тростником

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "καλαμιώνας" в других словарях:

  • καλαμιώνας — ο (Μ καλαμιών) [καλαμεών] έκταση ή τόπος γεμάτος από καλάμια νεοελλ. συστάδα από καλάμια …   Dictionary of Greek

  • καλαμιώνας — ο έκταση γης κατάφυτη από καλάμια: Κρύφτηκε στον καλαμιώνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλαμιώνα — η καλαμιώνας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλαμιώνας, με αναλογικό μεταπλασμό τού γένους (πρβλ. αχυρώνα, η, στρατώνα, η)] …   Dictionary of Greek

  • ράχη — Oνομασία 9 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται στα βορειοανατολικά του βάλτου της Βίγλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10τ. χλμ.). 2. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 35 μ.),… …   Dictionary of Greek

  • -ιώνας — νεοελλ. κατάλ. η οποία προέρχεται από την αρχ. κατάλ. εών, εῶνος με συνίζηση τού ε (πρβλ. καλαμ εών > καλαμ ιώνας) απαντά σε περιληπτικά ουσ. και σε τοπωνύμια (πρβλ. περιστερ ιώνας, Ασπαλαθ ιώνας). Η αρχ. κατάλ. εών περιληπτικών ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • δονακεύς — δονακεύς, ο (Α) 1. συστάδα δονάκων, καλαμιώνας 2. δόναξ, καλάμι 3. αυτός που πιάνει πουλιά με ξόβεργα …   Dictionary of Greek

  • δονακών — Αρχαία πόλη της Βοιωτίας κοντά στις Θεσπιές. Είναι γνωστή κυρίως από την Κρήνη της Νύμφης που βρισκόταν κοντά της, όπου, κατά τη μυθολογία, πνίγηκε ο Νάρκισσος. * * * δονακών, ο (Α) τόπος γεμάτος καλάμια, καλαμιώνας …   Dictionary of Greek

  • κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει …   Dictionary of Greek

  • καλάμειος — καλάμειος, εία, ον (Α) [κάλαμος] το θηλ. ως ουσ. ἡ καλαμεία 1. κάλαμος, καλαμιά 2. φρ. «καλαμεία [γη]» γη γεμάτη καλάμια, καλαμιώνας …   Dictionary of Greek

  • καλάμι — Κοινή ονομασία του βοτανικού είδους αρούνδος ο δόναξ, της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Είναι φυτό πολυετές, με ρίζωμα που σύρεται και βλαστό (καλάμι) κοίλο, διαμέτρου 3 6 εκ. και ύψους 3 7 μ., στην κορυφή του οποίου εμφανίζεται… …   Dictionary of Greek

  • καλαμεών — καλαμεών, ὁ (Α) βλ. καλαμιώνας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»